- εμπηκτικός
- η , ον1) вбиваемый, вколачиваемый; 2) втыкающий, вонзающий, пронзающий;
εμπηκτική βολή — воен, кинжальный огонь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπηκτική βολή — воен, кинжальный огонь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπηκτικός — ή, ό αυτός που μπήγεται, που διαπερνά … Dictionary of Greek